- καταπληκτικός
- -ή, -όεπίρρ. -ά αυτός που προξενεί κατάπληξη: Είχε καταπληκτική ευφράδεια.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καταπληκτικός — striking masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπληκτικός — ή, ό (AM καταπληκτικός, ή, όν) [κατάπληκτος] 1. αυτός που προξενεί κατάπληξη, εκπληκτικός, απίστευτος, αφάνταστος 2. τρομερός, φοβερός. επίρρ... καταπληκτικά και καταπληκτικώς (AM καταπληκτικώς) νεοελλ. με καταπληκτικό τρόπο, εκπληκτικά,… … Dictionary of Greek
καταπληκτικά — καταπληκτικός striking neut nom/voc/acc pl καταπληκτικά̱ , καταπληκτικός striking fem nom/voc/acc dual καταπληκτικά̱ , καταπληκτικός striking fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπληκτικώτερον — καταπληκτικός striking adverbial comp καταπληκτικός striking masc acc comp sg καταπληκτικός striking neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπληκτικῶν — καταπληκτικός striking fem gen pl καταπληκτικός striking masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπληκτικόν — καταπληκτικός striking masc acc sg καταπληκτικός striking neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπληκτικώτατα — καταπληκτικός striking adverbial superl καταπληκτικός striking neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπληκτικώτατον — καταπληκτικός striking masc acc superl sg καταπληκτικός striking neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπληκτικαῖς — καταπληκτικός striking fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπληκτικαί — καταπληκτικός striking fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)